- παρατηρήσεων
- παρατηρήσεω̆ν , παρατήρησιςobservationfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
αμοιβαιότητα — Αρχή της θεωρίας της σχετικότητας που αναφέρεται στη συμφωνία των παρατηρήσεων που γίνονται από διαφορετικά συστήματα αναφοράς. Η αρχή της α. των παρατηρήσεων αποκλείει τον ορισμό απόλυτης κίνησης και ενός προτιμητέου συστήματος αναφοράς. Για… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
παρατηρητήριο — Ειδική θέση από την οποία παρακολουθούνται οι κινήσεις και οι δραστηριότητες του εχθρού. Π. χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές της μάχης και η τοποθεσία του ορίζεται από τον διοικητή. Όταν η επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, το π. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
Μαλπίγκι, Μαρτσέλο — (Marcello Malpighi, Κερεβαλκόρε, Μπολόνια 1628 – Ρώμη 1694). Ιταλός φυσιολόγος και ανατόμος. Το 1653 πήρε πτυχίο ιατρικής και φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Πίζας (1656 59), της Μεσσήνης (1662 66) και της … Dictionary of Greek
Шенк Иоганн (врач) — (Schenck von Grrafenberg) один из выдающихся врачей своего времени (1530 1598). Образование получил в Тюбингене, в 1554 г. получил степень доктора, практиковал затем в Страсбурге и затем получил место штадт физика в Фрейбурге. В своем труде:… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Шенк, Иоганн — (Schenck von Grrafenberg) один из выдающихся врачей своего времени (1530 1598). Образование получил в Тюбингене, в 1554 г. получил степень доктора, практиковал затем в Страсбурге и затем получил место штадт физика в Фрейбурге. В своем труде:… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона